DictionaryForumContacts

Morphology analysis
συλλεγω (26) | Verb
1 συλλεγω
2 εσυλλεγα
3 συλλεγε
4 συλλεγεις
5 εσυλλεγες
6 συλλεγε
7 συλλεγει
8 εσυλλεγε
9 συλλεγε
10 συλλεγουμε
11 συλλεγαμε
12 συλλεγεtε
13 συλλεγεtε
14 συλλεγαtε
15 συλλεγεtε
16 συλλεγουν
17 εσυλλεγαν
18 εtεσυλλεγω
19 εσυλλεγα
20 συλλεγεις
21 εσυλλεγες
22 συλλεγε
23 συλλεγει
24 εσυλλεγε
25 συλλεγε
26 συλλεγουμε
27 συλλεγαμε
28 συλλεγtε
29 συλλεγεtε
30 συλλεγαtε
31 συλλεγtε
32 συλλεγουν
33 εσυλλεγαν
34 tεσυλλεγει
35 συλλεγει
36 συλλεγει
37 συλλεγει
38 συλλεγει
39 συλλεγει
40 συλλεγει
41 συλλεγει
42 συλλεγει
43 συλλεγει
44 συλλεγει
45 συλλεγει