DictionaryForumContacts

Morphology analysis
καταστρεφω (29) | Verb
1 καταστρεφω
2 εκαταστρεφα
3 καταστρεφε
4 καταστρεφεις
5 εκαταστρεφες
6 καταστρεφε
7 καταστρεφει
8 εκαταστρεφε
9 καταστρεφε
10 καταστρεφουμε
11 καταστρεφαμε
12 καταστρεφεtε
13 καταστρεφεtε
14 καταστρεφαtε
15 καταστρεφεtε
16 καταστρεφουν
17 εκαταστρεφαν
18 εtεκαταστρεφω
19 εκαταστρεφα
20 καταστρεφεις
21 εκαταστρεφες
22 καταστρεφε
23 καταστρεφει
24 εκαταστρεφε
25 καταστρεφε
26 καταστρεφουμε
27 καταστρεφαμε
28 καταστρεφtε
29 καταστρεφεtε
30 καταστρεφαtε
31 καταστρεφtε
32 καταστρεφουν
33 εκαταστρεφαν
34 tεκαταστρεφει
35 καταστρεφει
36 καταστρεφει
37 καταστρεφει
38 καταστρεφει
39 καταστρεφει
40 καταστρεφει
41 καταστρεφει
42 καταστρεφει
43 καταστρεφει
44 καταστρεφει
45 καταστρεφει