DictionaryForumContacts

Morphology analysis
κατακαθιζω (1) | Verb
1 κατακαθιζω
2 εκατακαθιζα
3 κατακαθιζε
4 κατακαθιζεις
5 εκατακαθιζες
6 κατακαθιζε
7 κατακαθιζει
8 εκατακαθιζε
9 κατακαθιζε
10 κατακαθιζουμε
11 κατακαθιζαμε
12 κατακαθιζεtε
13 κατακαθιζεtε
14 κατακαθιζαtε
15 κατακαθιζεtε
16 κατακαθιζουν
17 εκατακαθιζαν
18 εtεκατακαθιζω
19 εκατακαθιζα
20 κατακαθιζεις
21 εκατακαθιζες
22 κατακαθιζε
23 κατακαθιζει
24 εκατακαθιζε
25 κατακαθιζε
26 κατακαθιζουμε
27 κατακαθιζαμε
28 κατακαθιζtε
29 κατακαθιζεtε
30 κατακαθιζαtε
31 κατακαθιζtε
32 κατακαθιζουν
33 εκατακαθιζαν
34 tεκατακαθιζει
35 κατακαθιζει
36 κατακαθιζει
37 κατακαθιζει
38 κατακαθιζει
39 κατακαθιζει
40 κατακαθιζει
41 κατακαθιζει
42 κατακαθιζει
43 κατακαθιζει
44 κατακαθιζει
45 κατακαθιζει