DictionaryForumContacts

Morphology analysis
εξουδετερωνω (7) | Verb
1 εξουδετερωνω
2 εεξουδετερωνα
3 εξουδετερωνε
4 εξουδετερωνεις
5 εεξουδετερωνες
6 εξουδετερωνε
7 εξουδετερωνει
8 εεξουδετερωνε
9 εξουδετερωνε
10 εξουδετερωνουμε
11 εξουδετερωναμε
12 εξουδετερωνεtε
13 εξουδετερωνεtε
14 εξουδετερωναtε
15 εξουδετερωνεtε
16 εξουδετερωνουν
17 εεξουδετερωναν
18 εtεεξουδετερωνω
19 εεξουδετερωνα
20 εξουδετερωνεις
21 εεξουδετερωνες
22 εξουδετερωνε
23 εξουδετερωνει
24 εεξουδετερωνε
25 εξουδετερωνε
26 εξουδετερωνουμε
27 εξουδετερωναμε
28 εξουδετερωνtε
29 εξουδετερωνεtε
30 εξουδετερωναtε
31 εξουδετερωνtε
32 εξουδετερωνουν
33 εεξουδετερωναν
34 tεεξουδετερωνει
35 εξουδετερωνει
36 εξουδετερωνει
37 εξουδετερωνει
38 εξουδετερωνει
39 εξουδετερωνει
40 εξουδετερωνει
41 εξουδετερωνει
42 εξουδετερωνει
43 εξουδετερωνει
44 εξουδετερωνει
45 εξουδετερωνει