DictionaryForumContacts

Morphology analysis
εξασθενιζω (5) | Verb
1 εξασθενιζω
2 εεξασθενιζα
3 εξασθενιζε
4 εξασθενιζεις
5 εεξασθενιζες
6 εξασθενιζε
7 εξασθενιζει
8 εεξασθενιζε
9 εξασθενιζε
10 εξασθενιζουμε
11 εξασθενιζαμε
12 εξασθενιζεtε
13 εξασθενιζεtε
14 εξασθενιζαtε
15 εξασθενιζεtε
16 εξασθενιζουν
17 εεξασθενιζαν
18 εtεεξασθενιζω
19 εεξασθενιζα
20 εξασθενιζεις
21 εεξασθενιζες
22 εξασθενιζε
23 εξασθενιζει
24 εεξασθενιζε
25 εξασθενιζε
26 εξασθενιζουμε
27 εξασθενιζαμε
28 εξασθενιζtε
29 εξασθενιζεtε
30 εξασθενιζαtε
31 εξασθενιζtε
32 εξασθενιζουν
33 εεξασθενιζαν
34 tεεξασθενιζει
35 εξασθενιζει
36 εξασθενιζει
37 εξασθενιζει
38 εξασθενιζει
39 εξασθενιζει
40 εξασθενιζει
41 εξασθενιζει
42 εξασθενιζει
43 εξασθενιζει
44 εξασθενιζει
45 εξασθενιζει