DictionaryForumContacts

Morphology analysis
διπλασιαζω | Verb
1 διπλασιαζω
2 εδιπλασιαζα
3 διπλασιαζε
4 διπλασιαζεις
5 εδιπλασιαζες
6 διπλασιαζε
7 διπλασιαζει
8 εδιπλασιαζε
9 διπλασιαζε
10 διπλασιαζουμε
11 διπλασιαζαμε
12 διπλασιαζεtε
13 διπλασιαζεtε
14 διπλασιαζαtε
15 διπλασιαζεtε
16 διπλασιαζουν
17 εδιπλασιαζαν
18 εtεδιπλασιαζω
19 εδιπλασιαζα
20 διπλασιαζεις
21 εδιπλασιαζες
22 διπλασιαζε
23 διπλασιαζει
24 εδιπλασιαζε
25 διπλασιαζε
26 διπλασιαζουμε
27 διπλασιαζαμε
28 διπλασιαζtε
29 διπλασιαζεtε
30 διπλασιαζαtε
31 διπλασιαζtε
32 διπλασιαζουν
33 εδιπλασιαζαν
34 tεδιπλασιαζει
35 διπλασιαζει
36 διπλασιαζει
37 διπλασιαζει
38 διπλασιαζει
39 διπλασιαζει
40 διπλασιαζει
41 διπλασιαζει
42 διπλασιαζει
43 διπλασιαζει
44 διπλασιαζει
45 διπλασιαζει