DictionaryForumContacts

Morphology analysis
φωλιαζω (8) | Verb
1 φωλιαζω
2 εφωλιαζα
3 φωλιαζε
4 φωλιαζεις
5 εφωλιαζες
6 φωλιαζε
7 φωλιαζει
8 εφωλιαζε
9 φωλιαζε
10 φωλιαζουμε
11 φωλιαζαμε
12 φωλιαζεtε
13 φωλιαζεtε
14 φωλιαζαtε
15 φωλιαζεtε
16 φωλιαζουν
17 εφωλιαζαν
18 εtεφωλιαζω
19 εφωλιαζα
20 φωλιαζεις
21 εφωλιαζες
22 φωλιαζε
23 φωλιαζει
24 εφωλιαζε
25 φωλιαζε
26 φωλιαζουμε
27 φωλιαζαμε
28 φωλιαζtε
29 φωλιαζεtε
30 φωλιαζαtε
31 φωλιαζtε
32 φωλιαζουν
33 εφωλιαζαν
34 tεφωλιαζει
35 φωλιαζει
36 φωλιαζει
37 φωλιαζει
38 φωλιαζει
39 φωλιαζει
40 φωλιαζει
41 φωλιαζει
42 φωλιαζει
43 φωλιαζει
44 φωλιαζει
45 φωλιαζει