DictionaryForumContacts

Morphology analysis
συναρμολογω | Adjective | auto added
συναρμολογω singular, nominative, Αρσενικό singular, nominative, Αρσενικό
συναρμολογω (10) | Verb
1 συναρμολογω
2 εσυναρμολογα
3 συναρμολογε
4 συναρμολογεις
5 εσυναρμολογες
6 συναρμολογε
7 συναρμολογει
8 εσυναρμολογε
9 συναρμολογε
10 συναρμολογουμε
11 συναρμολογαμε
12 συναρμολογεtε
13 συναρμολογεtε
14 συναρμολογαtε
15 συναρμολογεtε
16 συναρμολογουν
17 εσυναρμολογαν
18 εtεσυναρμολογω
19 εσυναρμολογα
20 συναρμολογεις
21 εσυναρμολογες
22 συναρμολογε
23 συναρμολογει
24 εσυναρμολογε
25 συναρμολογε
26 συναρμολογουμε
27 συναρμολογαμε
28 συναρμολογtε
29 συναρμολογεtε
30 συναρμολογαtε
31 συναρμολογtε
32 συναρμολογουν
33 εσυναρμολογαν
34 tεσυναρμολογει
35 συναρμολογει
36 συναρμολογει
37 συναρμολογει
38 συναρμολογει
39 συναρμολογει
40 συναρμολογει
41 συναρμολογει
42 συναρμολογει
43 συναρμολογει
44 συναρμολογει
45 συναρμολογει