DictionaryForumContacts

Morphology analysis
συντονιζω (9) | Verb
1 συντονιζω
2 εσυντονιζα
3 συντονιζε
4 συντονιζεις
5 εσυντονιζες
6 συντονιζε
7 συντονιζει
8 εσυντονιζε
9 συντονιζε
10 συντονιζουμε
11 συντονιζαμε
12 συντονιζεtε
13 συντονιζεtε
14 συντονιζαtε
15 συντονιζεtε
16 συντονιζουν
17 εσυντονιζαν
18 εtεσυντονιζω
19 εσυντονιζα
20 συντονιζεις
21 εσυντονιζες
22 συντονιζε
23 συντονιζει
24 εσυντονιζε
25 συντονιζε
26 συντονιζουμε
27 συντονιζαμε
28 συντονιζtε
29 συντονιζεtε
30 συντονιζαtε
31 συντονιζtε
32 συντονιζουν
33 εσυντονιζαν
34 tεσυντονιζει
35 συντονιζει
36 συντονιζει
37 συντονιζει
38 συντονιζει
39 συντονιζει
40 συντονιζει
41 συντονιζει
42 συντονιζει
43 συντονιζει
44 συντονιζει
45 συντονιζει