DictionaryForumContacts

Morphology analysis
παραχωρω (12) | Verb
1 παραχωρω
2 επαραχωρα
3 παραχωρε
4 παραχωρεις
5 επαραχωρες
6 παραχωρε
7 παραχωρει
8 επαραχωρε
9 παραχωρε
10 παραχωρουμε
11 παραχωραμε
12 παραχωρεtε
13 παραχωρεtε
14 παραχωραtε
15 παραχωρεtε
16 παραχωρουν
17 επαραχωραν
18 εtεπαραχωρω
19 επαραχωρα
20 παραχωρεις
21 επαραχωρες
22 παραχωρε
23 παραχωρει
24 επαραχωρε
25 παραχωρε
26 παραχωρουμε
27 παραχωραμε
28 παραχωρtε
29 παραχωρεtε
30 παραχωραtε
31 παραχωρtε
32 παραχωρουν
33 επαραχωραν
34 tεπαραχωρει
35 παραχωρει
36 παραχωρει
37 παραχωρει
38 παραχωρει
39 παραχωρει
40 παραχωρει
41 παραχωρει
42 παραχωρει
43 παραχωρει
44 παραχωρει
45 παραχωρει