Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y
Z
Í
Á
Ó
>>
Terms for subject
Labor law
(2234 entries)
3 dedos
τριδάχτυλο εργατικό γάντι
abandono de actividad por cuenta ajena
παύση της μισθωτής απασχολήσεως
abandono del trabajo
παύση εργασίας
abrasivo de decapado
λειαντικό αφαίρεσης της σκουριάς
absentismo laboral
απουσιασμός στον τόπο εργασίας
absentismo laboral
συχνές απουσίες από την εργασία
absoluta libertad de negociación
απόλυτη ελευθερία διαπραγμάτευσης
absorber el calor incidente por sublimación de un sólido
απορρόφηση της προσπίπτουσας θερμότητας με εξάχνωση κάποιου στερεού
acceso a la formación profesional
πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση
acceso a un empleo
πρόσβαση σε εργασία
acceso a un empleo fijo
απασχόληση που απολαμβάνει μονιμότητας
acceso al empleo
πρόσβαση στην απασχόληση
accesorio fluorescente de señalización
εξάρτημα με φθορίζουσα επισήμανση
accesorio retrorreflectante
εξάρτημα με αντανάκλαση
accidente con baja
ατύχημα που συνεπάγεται διακοπή της εργασίας
accidente grave
σοβαρό ατύχημα
accidente individual
ατομικό ατύχημα
accidente leve
ατύχημα χωρίς σοβαρές συνέπειες
accidente leve
ελαφρό ατύχημα
accidente técnico
τεχνικό ατύχημα
Get short URL