DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V Z   >>
Terms for subject Labor law (2234 entries)
Acción piloto "Tercer sistema y empleo" Δοκιμαστική ενέργεια "Τρίτο σύστημα και απασχόληση"
acción sobre los maléolos δράση πάνω στους αστραγάλους
aceites esenciales αιθέρια έλαια
acerista χαλυβουργός
actividad con una mayor intensidad en mano de obra δραστηριότητα με ένταση εργασίας
actividad económica independiente ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα
actividad en un terreno de calor radiante δραστηριότητα σε περιβάλλον με ακτινοβόλο θερμότητα
actividad generadora de puestos de trabajo δραστηριότητες που συνεπάγονται δημιουργία θέσεων απασχόλησης
actividad profesional de ambos cónyuges οικογένεια διπλής σταδιοδρομίας
actividad profesional de ultramar υπερπόντια επαγγελματική δραστηριότητα
actividad profesional regulada νομοθετικά κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα
actividad sindical συνδικαλιστική δραστηριότητα
acuerdo de asistencia mutua συμφωνία για αμοιβαία βοήθεια
acuerdo para elevar progresivamente la edad de jubilación anticipada συμφωνία για προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης
acuerdo salarial μισθολογική ρύθμιση
acuerdo sobre seguridad en el trabajo συμφωνία για την διασφάλιση των θέσεων εργασίας
acuerdo sobre tecnología τεχνολογική συμφωνία
acuerdos locales συμφωνία σε τοπικό επίπεδο
adaptabilidad ικανότητα προσαρμογής
adaptabilidad individual al usuario προσαρμοστικότητα στον κάθε χρήστη