DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V Y Z   >>
Terms for subject Transport (72824 entries)
abanderado σηματωρός
abanderado σημαιοφόρος υπάλληλος κάλυψης ομάδας γραμμής
abanderado σημαιοφόρος υπάλληλος κάλυψης συνεργείου γραμμής
abanderamiento χορήγηση σημαίας
abandonar la explotación σταματώ την εκμετάλλευση
abandonar un buque εγκαταλείπω πλοίο
abandonar un recorrido εγκαταλείπω μια διαδρομή
abandono de recorrido εγκατάλειψη διαδρομής
abanico de vías βεντάλια γραμμών ατράκτου διαλογής
abanico de vías τμήμα σύγκλισης γραμμών ατράκτου διαλογής
abanico tarifario διαφορετικές τιμές εισιτηρίων
abastecimiento εξυπηρέτηση ανεφοδιασμού
abastecimiento con motor y rotor en marcha ανεφοδιασμός με κινητήρα και στροφείο σε λειτουργία
abastecimiento de combustible εναπομένων καύσιμο μετά την εκτόξευση
abastecimiento de combustible καύσιμο πτήσης
abastecimiento por helicóptero ανεφοδιασμός από ελικόπτερο
abatir αναστρέφω
abatir παρασύρομαι
aberración cromática χρωματική ανωμαλία
abertura διάσταση ανοίγματος