DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
A B C D E F G H I JL M N O P Q R S TV W X Y Z Ñ Í Ì Á É Ó Ú Ü   >>
Terms for subject Insurance (2166 entries)
"cóctel de monedas" "δέσμη νομισμάτων"
1) acreditar un periodo de prácticas αποδεικνύω μια περίοδο επαγγελματικής κατάρτισης
1) causar baja βρίσκομαι σε κατάσταση παύσης δραστηριότητας
1) cobrar una pensión λαμβάνω μία σύνταξη
1) el beneficiario ο δικαιούχος συμπλήρωσε το όριο συνταξιοδότησης
1) inscrito como demandante de empleo εγγεγραμένος στα μητρώα ανέργων
1) prestación por m απζημίωση μητρότητας,εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών
1) prestaciones vinculadas a requisitos de residenci παροχές που εξαρτώνται από προϋπόθεση διαμονής
2) acreditar un periodo de calificación αποδεικνύω μια περίοδο επαγγελματικής κατάρτισης
2) cobrar una pensión de retiro λαμβάνω μία σύνταξη
2) darse de baja βρίσκομαι σε κατάσταση παύσης δραστηριότητας
2) el beneficiario llega a la edad de retiro ο δικαιούχος συμπλήρωσε το όριο συνταξιοδότησης
2) indemnización por maternidad, accidentes de trabajo y enfermedades profesionales απζημίωση μητρότητας,εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών
2) inscrito como solicitante de empleo εγγεγραμένος στα μητρώα ανέργων
2) prestaciones concedidas con arreglo a las condiciones de residencia παροχές που εξαρτώνται από προϋπόθεση διαμονής
A.P.A. ένωση για την πρόληψη των ατυχημάτων
abonar cotizaciones καταβάλλω εισφορές
abonar una pensión καταβάλλω μία σύνταξη
absolutamente neta ασφάλιστρο χωρίς καμιά αντασφαλιστική προμήθεια
acción social de las cajas de subsidios familiares κοινωνικά μέτρα των Ταμείων οικογενειακών επιδομάτων