DictionaryForumContacts

   
B C D F G H I L M N O P R S T U V X À É   >>
Terms for subject Business (591 entries)
admis à la cote d'une bourse de valeurs mobilières officielle εισηγμένος (που έχει εισαχθεί) σε χρηματιστήριο
admis à la cote officielle που έχει εισαχθεί σε χρηματιστήριο αξιών
agence de notation de crédit certifiée πιστοποιημένος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας
agent de direction στέλεχος επιχείρησης
agent de direction υπάλληλος διεύθυνσης
agréer χορηγώ άδεια
alerte éthique "κάρφωμα"
alerte éthique καταγγελία δυσλειτουργίας
allouer des rémunérations δίνω ποσά για αμοιβές; ποσά που δόθηκαν για αμοιβές
amortir de manière échelonnée κάνω απόσβεση κλιμακωτά; η απόσβεση γίνεται κλιμακωτά
année d'exploitation έτος λειτουργίας
annexe aux comptes annuels προσάρτημα των ετήσιων λογαριασμών
apparaître séparément εμφανίζομαι χωριστά
appréciation commerciale raisonnable ορθολογική εμπορική εκτίμηση
association sans but lucratif σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
association temporaire d'entreprises προσωρινή ένωση επιχειρήσεων
associé μεριδιούχος
associé μέτοχος
assurer le service financier εξασφαλίζω τις χρηματοδοτικές υπηρεσίες (χρηματοδοτικού οργανισμού)
attachés "Droit des sociétés" Ομάδα Ακολούθων "Δίκαιο των εταιρειών"