DictionaryForumContacts

   French Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Z À   >>
Terms for subject Mechanic engineering (21115 entries)
à refroidissement pelliculaire ψυχόμενος από λεπτή υγρή επίστρωση
à trois étages σε τρία επίπεδα
à trois étages σε τρεις φάσεις
abaisser les volets να εκταθούν τα πτερύγια καμπυλότητας
abattant ανακλινώμενο πτερύγιο
abattant κλαπέ
abattant κλαπέτο
abloquer μοντάρω πάνω στην τράπεζα εργασίας
abloquer στερεώνω πάνω στην τράπεζα εργασίας
abrasif artificiel τεχνητή λειαντική ύλη
abrasif naturel φυσική λειαντική ύλη
abri de refroidissement περικάλυμμα αποψύξεως
absorbeur απορροφητής
absorbeur linéaire γραμμικóς απορροφητήρας
absorbeur ponctuel σημειακóς απορροφητήρας
accélérateurs latéraux περιμετρικοί επιταχυντές
accélération brutale απότομη επιτάχυνση
acceptation de la commande αποδοχή παραγγελίας
accès à la gaine προσπέλαση φρεατίου
accès à la gaine πρόσβαση στο φρεάτιο