Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
À
Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ
>>
Terms for subject
Marketing
(3419 entries)
accord relatif à l'harmonisation des règles d'origine non préférentielle
Συμφωνία σχετικά με την εναρμόνιση των κανόνων μη προτιμησιακής καταγωγής
accord sectoriel sur les crédits à l'exportation
τομεακή συμφωνία για τις εξαγωγικές πιστώσεις
accord unilatéral
μονομερής συμφωνία
accords de distribution et de service de vente et d'après-vente
συμφωνίες διανομής και εξυπηρέτησης των πελατών πριν και μετά την πώληση
accords de spécialisation ou des accords d'achat ou de vente en commun
συμφωνίες εξειδικεύσεως ή συμφωνίες από κοινού αγοράς ή πωλήσεως
accréditif confirmé
επιβεβαιωμένη πίστωσις
accréditif confirmé
επιβεβαιωμένη πιστωτική επιστολή
accroissement de l'intensité concurrentielle
επίταση του ανταγωνισμού
accroissement de la capacité de production
διεύρυνση παραγωγικού δυναμικού
accroître les échanges
αύξηση των συναλλαγών
accumulation de stocks
σώρευση αποθεμάτων
achat à crédit
αγορά επί πιστώσει
achat à l'amiable
αμοιβαίως συνομολογούμενη αγορά οικοπέδου
achat au comptant
αγορά τοίς μετρητοίς
achat comptant
αγορά τοίς μετρητοίς
achat d'une franchise
εξαγορά franchise
achat d'une franchise
εξαγορά δικαιώματος συμμετοχής σε σύστημα ενοποιημένης παρουσίας
achat de la licence d'enseigne
αγορά άδειας χρήσης διακριτικού συμβόλου
achat impulsif
προτρεπτική αγορά
achat par caisse
αγορά τοις μετρητοίς
Get short URL