DictionaryForumContacts

   French Greek
A B C D E F G H IK L M N O P Q R S T U V W X Y Z À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ   >>
Terms for subject Energy industry (2323 entries)
"certificat blanc" λευκό πιστοποιητικό
"fuel" léger ελαφρό μαζούτ
"fuel" medium μεσαίο μαζούτ
"sunset clause" ρήτρα λήξης ισχύος
"take or pay" πληρωμή δεσμευτικών ποσοτήτων ανεξαρτήτως παραλαβής τους
absorbant απορροφητής
absorption spécifique ειδική απορρόφηση
accès de tiers au système électrique κοινό κόστος μεταφοράς
accès inopiné à fréquence limitée Περιορισμένης Συχνότητας Πρόσβαση Χωρίς Προειδοποίηση LFUA
accord d'achat d'énergie συμφωνία αγοράς ενέργειας
accord de coopération entre la Communauté européenne de l'énergie atomique et les Etats-Unis d'Amérique dans le domaine des utilisations pacifiques de l'énergie nucléaire Συμφωνία Συνεργασίας στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
accord de garanties συμφωνία διασφαλίσεων
accord des garanties συμφωνία διασφαλίσεων
Accord relatif à un programme international de l'énergie Συμφωνία "επί διεθνούς προγράμματος ενεργείας"
accord relatif au système de transmission de l'électricité Συμφωνία British Grid System
accorder un rabais χορηγώ έκπτωση
accouplement flexible εύκαμπτος σύνδεσμος
accu électrique ηλεκτρικός συσσωρευτής
accu électrique μπαταρία
accumulateur acide au plomb συσσωρευτής μολύβδου