DictionaryForumContacts

   Greek Spanish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   >>
Terms for subject Energy industry (1818 entries)
"ξυριστική" πρóσπτωση incidencia rasante
ταπείνωση του ιξώδους reducción de viscosidad
τάση τροφοδοσίας tensión de suministro
τάση αναφοράς tensión de referencia
τάση διάσπασης tensión de ruptura
τάση εξισορρόπησης tensión de desplazamiento
τάση χειρισμού tensión de mando
ταχυθερμοσίφωνας calentador de agua instantáneo
τελική ενέργεια energía final
τελική ζήτηση ενέργειας demanda final de energía
Τελική Πράξη της Διάσκεψης του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας Acta final de la Conferencia sobre la Carta Europea de la Energía
τελικό λογιστικό απόθεμα inventario contable final
τελικός βιομηχανικός καταναλωτής αερίου consumidor final industrial de gas
τελικός καταναλωτής ενέργειας consumidor final de energía
τελικός πελάτης cliente final
τερματικός σταθμός υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου terminal para gas líquido
τεχνητó γεωθερμικó σÙστημα geotermia seca
τεχνική δυναμικότητα capacidad técnica
τεχνική επιτροπή "Εξορυκτικές δραστηριότητες" Comité técnico "Minería"
τεχνική επιτροπή "καύση και αεριοποίηση άνθρακα" Comité técnico "Combustión y gasificación del carbón"