DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   >>
Terms for subject Finances (21063 entries)
"ομοσπονδιακός" εκδότης τίτλων "zentraler" Schuldemittent
"πακέτο" μετοχών Aktienblock
"πακέτο" μετοχών Aktienpaket
"παράγων αναλογικότητας" Proportionalitätsfaktor
"πράσινη"μετοχή Umweltaktie
"πράσινο" ecu "grüner" Ecu
"πράσινο" ecu grüne ECU
"πριμ" Reuegeld
"ράβδοι εκ σιδήρου ή χάλυβος υποστάσαι έλασιν ή εφελκισμόν εν θερμώ ή σφυρηλάτησιν εν θερμώ (περιλαμβανομένου και του χονδροσύρματος) Stabstahl, warm gewalzt, warm strangepresst oder geschmiedet (einschliesslich Walzdraht)
"ρεπόρ" Kostgeld
"ρεπόρ" Prolongationszinsen
"στατιστική" φορολογική βάση statistische Bemessungsgrundlage
"στριμώχνω" την αγορά aufkaufen
"συλλογή"τίτλων Aufkauf
"υπέρβαση" Überschreitung
"Υπηρεσία που πλήρωσε" Empfangskasse
"υπό τον όρο ότι θα εισπραχθεί" Eingang vorbehalten
"υπό τον όρο ότι θα εισπραχθεί" unter Vorbehalt
"υπό τον όρο ότι θα εισπραχθεί" unter den üblichen Vorbehalten
"υπόλοιπο" Bankbestätigung