DictionaryForumContacts

   Greek Dutch
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   >>
Terms for subject Oil / petroleum (152 entries)
1-βουτένιο 1-buteen
τροφοδότηση αλκυλίωσης alkyleringsgrondstof
τροφοδότηση αλκυλίωσης uitgangsstof voor alkylering
τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης alkyleringsgrondstof
τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης uitgangsstof voor alkylering
αδραvoπoιητής μετάλλωv metalen chemisch inactief maken
αέριο τροφοδότησης αλκυλίωσης alkyleringsinvoer-gas
αέριο από αναμόρφωση με υδρογονοκατεργασία gas voor reformerende waterstofbehandelaar
αέριο κλάσμα πετρελαιοειδούς gasvormig aardolieprodukt
αέριο μονάδας υδρογονοκατεργασίας αναμόρφωσης gas voor reformerende waterstofbehandelaar
αέριο ραφιναρίας raffinaderijgas
αέριος τροφοδοτική ύλη αλκυλίωσης alkyleringsinvoer-gas
ακάθαρτο πετρέλαιο ruwe olie
αντιδραστήρας υδρογονοπυρόλυσης waterstofkraakprocesreactor
αντίστροφη ροή reverse-flowcapaciteit
ανακυκλωμένο πετρέλαιο omloopolie
ανάντη δραστηριότητες upstreamactiviteit
ανάντη δραστηριότητες upstreamsector
απογυμνωτής ακαθάρτου πετρελαίου υπό κενό stripper voor gasolie uit vacuümdestillatie
αποθέματα ασφαλείας veiligheidsvoorraden