DictionaryForumContacts

   
Α   
Terms for subject Ground forces (Army) (2 entries)
ανάπηρος με μειωμένη κινητικότητα' μειονεκτούν άτομο με μειωμένη κινητικότητα bevægelseshæmmet
ανάπηρος με μειωμένη κινητικότητα' μειονεκτούν άτομο με μειωμένη κινητικότητα bevægelseshæmmet person