Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
>>
Terms for subject
Law
(16098 entries)
"trust" επί ακινήτου
trust vedrørende en fast ejendom
"διζήσεως ευεργέτημα"
beneficium ordinis
"ευθύνη του προϊόντος"
produktansvar
"μαύρη" ρήτρα· απαγορευτικός όρος
forbudt konkurrencebegrænsning
"μαύρη" ρήτρα· απαγορευτικός όρος
sort liste
"μη κυρίαρχο" έδαφος
ikke-suverænt territorium
"πρόδρομος" χώρα
foregangsland
"πρόδρομος" χώρα
initiativland
"πρόδρομος" χώρα
pionerland
"προστασία" έναντι χρημάτων και εκβίαση
afkrævning af beskyttelsespenge og pengeafpresning
"συγγενικά δικαιώματα"
beslægtede rettigheder
'Ενωση
Unionen
'Ιδρυμα της ΔΕΕ
WEU-instituttet
-κτόνο
-cid
... για λόγους που αφορούν στην κατασκευή ή στη λειτουργία του ...
... af grunde, der vedrører ... udførelse eller funktion ...
... για να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τον προορισμό τους
(οι συσκευές)
... σύμφωνη χρήση με τον προορισμό τους
anvendelse efter
(materiellets)
formål
... έλλειψη πιστότητας / ... δεν υπάρχει πιστότητα ...
manglende overensstemmelse
...ότι άλλο Kράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται σε...
...at en anden Medlemsstat misbruger de i ... fastsatte beføjelser ! !
Ad hoc Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τα έγγραφα ταυτότητας και την κυκλοφορία των προσώπων
Ad hoc-komitéen af Eksperter vedrørende Identitetsdokumenter og Persontrafik
AζAοIτήτης απερAόρAστης ευθύξης
indehaver uden hæftelsesbegrænsning
Get short URL