DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   >>
Terms for subject Labor law (2905 entries)
"διπλό" σύστημα vekseluddannelse
"διπλό" σύστημα vekseluddannelsessystem
Eπιθεώρηση Eργασίας Λιμένα havnearbejdsinspektorat
Kύριος υπάλληλος γραφείου Førstekontorist
Yπάλληλος ταξινομήσεως Faglært medhjælper
Yπάλληλος ταξινομήσεως kontorfunktionær
oικovoμική μεταφoρώv transportøkonomiske undersøgelser
άδεια orlov
άδεια προς εργασία arbejdstilladelse
άμεση αξιολόγηση direkte vurdering
άμεση συμμετοχή στην οργανωτική μεταβολή direkte medindflydelse ved organisatoriske ændringer
άμεσος έλεγχος της εργασίας aktiv kontrol
άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας arbejdsløs som det er svært at anvise arbejde
άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας arbejdsløs som det er svært at formidle arbejde til
άνετο περιβάλλον indendørs-omgivelser
άτομα που αποκλείονται από την αγορά εργασίας personer, der er udstødt fra arbejdsmarkedet
άτομο απασχολούμενο σε ορισμένο έργο person beskæftiget med et virksomhedsprojekt
άτομο που ασκεί δευτερεύουσα δραστηριότητα person med bierhverv
άτυπη απασχόληση atypisk arbejde
άτυπη εργασία atypisk arbejde