Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
>>
Terms for subject
Energy industry
(1539 entries)
"ξυριστική" πρóσπτωση
incidência rasante
ταπείνωση του ιξώδους
visbreaking
τάση τροφοδοσίας
tensão de fornecimento
τάση αναφοράς
tensão de referência
τάση διάσπασης
tensão de rutura
τάση εξισορρόπησης
tensão de deslocação
τάση χειρισμού
tensão de comando
τελική ενέργεια
energia final
τελική ζήτηση ενέργειας
procura final de energia
Τελική Πράξη της Διάσκεψης του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας
Ata final da Conferência da Carta Europeia da Energia
τελικό λογιστικό απόθεμα
inventário de contabilidade final
τελικός βιομηχανικός καταναλωτής αερίου
consumidor final industrial de gás
τελικός καταναλωτής ενέργειας
consumidor final de energia
τελικός πελάτης
cliente final
τερματικός σταθμός υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου
terminal de GNL
τερματικός σταθμός υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου
terminal para gás liquefeito
τεχνητó γεωθερμικó σÙστημα
geotermia seca
τεχνική δυναμικότητα
capacidade técnica
τεχνική επιτροπή "Εξορυκτικές δραστηριότητες"
Comité técnico "operações mineiras"
τεχνική επιτροπή "καύση και αεριοποίηση άνθρακα"
Comité técnico "combustão e gaseificação do carvão"
Get short URL