DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   >>
Terms for subject Insurance (2761 entries)
"αδελφή" επιχείρηση "sister" undertaking
"αδελφή" επιχείρηση associated undertaking
"δέσμη νομισμάτων" "currency cocktail"
"καλοί κίνδυνοι" sound risks
"με την προϋπόθεση να γνωστοποιήσει αυτή την απόφασή του σε όλους τους εταίρους του με έγκαιρη ειδοποίηση" provided that adequate notice of this decision is given to all parties
"πολλαπλό ασφαλιστήριο" (ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου) selected transactions comprehensive policy
"πολλαπλό ασφαλιστήριο" (ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου) selected-account policy
"πολλαπλό ασφαλιστήριο" (ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου) selected-market policy
"πολλαπλό ασφαλιστήριο" (ασφάλιση πλειόνων πράξεων έναντι παγίου ασφαλίστρου) selected-transactions policy
"συμβατική" αστική ευθύνη conventional liability
Eταιρία Aμοιβαίας Aσφαλίσεως Λεμβούχων Mutual Insurance of Ships
Eπιτροπή Λογαριασμών Audit Board
Nηογνώμονας των LLOYD'S Lloyd's Register
Oμάδα εργασίας αριθ. 6 για τη ναυπηγική βιομηχανία Working Party No 6 on Shipbuilding (OECD)
eξαρχής μικτή πίστωση premixed credit
τα Λόυδς του Λονδίνου Lloyd's of London
τα οικονομικό αποτέλεσμα της χρονιάς δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί open year
τακτικά και απαραίτητα έξοδα oncost
ταμείο αλληλεγγύης solidarity fund
Ταμείο αλληλοβοήθειας εργοδοτών employer's mutuality