Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Finnish
⇄
Greek
A
B
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
R
S
T
U
V
Y
>>
Terms for subject
Forestry
(3368 entries)
alaharvennus
χαμηλή αραίωση
alamäessä
κατωφέρεια
alamäki
κατηφορικός
aleneva laatu
φθίνουσα ποιότητα
aleneva puunarvo
μείωση της αξίας του ξύλου
alentaa
μειώνω
alin luokka
κατώτερη κλάση
aliskasvoksen alla
χαμηλή βλάστηση
allaskyllästys
εμποτισμός με ελεύθερη εμβάπτιση
allergiset alveoliitit
αλλεργική κυψελιδίτιδα
alue
διάστημα
alueellinen uudistaminen
αναγέννηση περιοχής
aluekartta
χάρτης της περιοχής
aluelämpölaitos
κεντρική μονάδα παραγωγής θερμότητας
ammatti
χώροι εργασίας ή επαγγέλματα
ammattisanasto
ορολογία
ampua
βλαστός
ankerias
χέλι
apotus
βαθιά κοπή
apteeraus
σήμανση για εγκάρσια τομή
Get short URL