Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
V
W
X
Z
Ü
>>
Terms for subject
Energy industry
(2146 entries)
absorbierte Strahlendosis
απορροφηθείσα δόση ακτινοβολίας
Absorptionswärmepumpe
αντλία θερμότητας με απορρόφηση
Abspaltung
πυρόλυση
Abwärme
απορριπτόμενη θερμότητα
Acrylnitril
ακρυλονιτρίλιο
Acrylnitrin
ακρυλονιτρίλιο
Acrylsäurenitril
ακρυλονιτρίλιο
Aequivalente Nennleistung der Dampferzeuger eines Waermekraftwerks
ισοδύναμη ονομαστική ισχύς μιας ατμογεννήτριας ενός θερμικού σταθμού
Aerosilicagel-Forschung
έρευνα αεροπηκτωμάτων
agglomerierte Kohle
συσσωματώματα λιθάνθρακα
Akrylnitril
ακρυλονιτρίλιο
Akrylsäurenitril
ακρυλονιτρίλιο
Akstionsprogramm der Gemeinschaft zur Erhöhung der Effizienz bei der Elektrizitätsverwendung
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κατά τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας
Aktionen,die den Technologieaustausch und Technologietransfer nach dritten Ländern im Energiebereich zum Gegenstand haben
Δράσεις ανταλλαγής και μεταφοράς τεχνολογίας με τις τρίτες χώρες στον τομέα της ενέργειας
Aktionsplan für Biomasse
Σχέδιο δράσης για τη βιομάζα
Aktionsplan für Energie
ενεργειακό πρόγραμμα δράσης
Aktionsplan für Energieeffizienz
Σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση
Aktionsprogramm der Gemeinschaft zur Erhöhung der Effizienz bei der Elektrizitätsverwendung
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κατά τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας
Aktionsprogramm der Gemeinschaft zur Erhöhung der Effizienz bei der Elektrizitätsverwendung
Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας
Aktionsprogramm der Gemeinschaft zur Erhöhung der Effizienz bei der Elektrizitätsverwendung
κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την αποτελεσματικότερη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας
Get short URL