Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T U
V
W X Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
>>
Terms for subject
Employment
(99 entries)
den Arbeitskraeften eine produktive Wiederbeschaeftigung sichern
εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση
Dienstherr
εργοδότης
eine entgeltliche oder unentgentliche berufliche Tätigkeit ausüben
έχω επαγγελματική απασχόληση, αμειβόμενη ή μη
Entleiher, Entleihunternehmen
έμμεσος εργοδότης
Erwerbstätigkeit
οικονομική δραστηριότητα
Erwerbstätigkeit
επαγγελματική δραστηριότητα
Erwerbstätigkeit
απασχόληση
EURES-Portal
ευρωπαϊκή πύλη για την επαγγελματική κινητικότητα
EURES-Portal
διαδικτυακή πύλη EURES
Euroberater
ευρω-σύμβουλος
Europäisches Informationsaustauschnetz über lokale Entwicklung und lokale Arbeitsinitiativen
Ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για την τοπική ανάπτυξη και τις τοπικές πρωτοβουλίες για την απασχόληση
Europäisches Informationsaustauschnetz über lokale Entwicklung und lokale Arbeitsinitiativen
Ευρωπαϊκό δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά την τοπική ανάπτυξη και τις τοπικές πρωτοβουλίες δημιουργίας θέσεων απασχόλησης
Europäisches Portal zur beruflichen Mobilität
διαδικτυακή πύλη EURES
Europäisches Portal zur beruflichen Mobilität
ευρωπαϊκή πύλη για την επαγγελματική κινητικότητα
Existenzsicherheit
ασφάλεια των μέσων διαβίωσης
Existenzsicherung
ασφάλεια των μέσων διαβίωσης
Fachausschuss für die Freizügigkeit der Arbeitnehmer
Τεχνική επιτροπή για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων
fachfremde Beschäftigung
ετεροαπασχόληση
fachliche Befähigung
επαγγελματική ειδικότητα
fachliche Befähigung
ειδικότητα
Get short URL