DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   >>
Terms for subject Industry (22684 entries)
abbindender Kaseinleim σκληρυνόμενη κόλλα καζεϊνης
Abbindezeit χρόνος πήξεως
abblendendes Glas αντιθαμβωτικό γυαλί
Abbrandanflug λευκή απόθεση στην επιφάνεια κεραμικού παρατηρούμενη κατά το ψήσιμο
Abbrechen απόσπαση αποκόμματος από τα φυσητά
abbrechen κερματίζω
Abbrechen Kοματιάζω γυαλί
Abbrechen Tεμαχίζω γυαλί
Abbrecher σπάστης
Abbrecherstand πάτωμα χάραξης κοπής
Abbrechrahmen Πλαίσιο σπασίματος γυαλιού
Abbrennen θερμική κοπή
Abbrennmaschine μηχανή καψαλίσματος
Abdecken mit Decklack προστατευτική επίχριση
Abdeckfolie προστατευτικό επίχρισμα
Abdeckgewölbe καθρέπτης κλιβάνου
Abdeckplane προστατευτικό κάλυμμα
Abdeckplane für die Visierhaube κάλυμμα προστασίας σκοπευτικού
Abdeckplane für Triebwerk κάλυμμα προστασίας κινητήρα
Abdeckplatte πλάκα επιστρώσεως