DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V W X Y Z Å Ä Ö   >>
Terms for subject General (16971 entries)
ändringarna skall träda i kraft οι τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ
anfallskraft επιθετική ισχύς
anslag som beviljats för det innevarande budgetåret πιστώσεις που έχουν εγκριθεί για το τρέχον οικονομικό έτος
anslutningsförhandlingar διαπραγματεύσεις πρoσχώρησης
ansökningstiden utgår προθεσμία υποβολής αιτήσεων υποψηφιότητας
anställningsavtal för begränsad tid συμβάσεις ορισμένου χρόνου
ansvar för skada ευθύνη
antändning έναυση,ανάφλεξη
antändningstemperatur σημείο ανάφλεξης
anti-chockbyxor ιατρική στολή εναντίον της καταπληξίας
antiballistisk missil αντιβλητικός πύραυλος
antigenvariation αντιγονική παραλλαγή
Arbetarpartiet Εργατικό Κόμμα
arbetarskydd εργασιακή ασφάλεια,ασφάλεια στην εργασία
arbetsdata χαρακτηριστικά απόδοσης
årsrapportfrån revisionsrätten ετήσια έκθεση
artilleri πυροβολικό
artilleri υλικό πυροβολικού
åsamka ngn direkt och särskild skada υφίσταται άμεση και ειδική ζημία
asfyxi ασφυξία