DictionaryForumContacts

   Latvian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S TV W X Y Z Ā Č Ē Ģ Ī Ķ Ļ Ņ Š Ū Ž   >>
Terms for subject Technology (278 entries)
degvielas dozēšana δοσομέτρηση καυσίμου
diafragma διάφραγμα
Eiropas Elektrotehnikas standartizācijas komiteja Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης
Eiropas Elektrotehniskās standartizācijas komiteja Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης
Eiropas standartizācijas iestāde Ευρωπαϊκός Οργανισμός Τυποποίησης
Eiropas Standartizācijas komiteja Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης
ekspluatācijas pārtraukšana οριστική θέση εκτός λειτουργίας
elektriskā šoka josta ζωστήρας αναισθητοποίησης
elektriskā šoka josta ζωστήρας αναισθητοποίησης με ηλεκτροσόκ
elektriskā šoka josta ζωστήρας για ηλεκτροσόκ
elektroenerģijas parka modulis μονάδα πάρκου ισχύος
elektroenerģijas parka modulis συστοιχία ενεργειακού πάρκου
elektroenerģijas ražošanas modulis μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
elektroenerģijas ražošanas modulis συστοιχία ηλεκτροπαραγωγής
elektroenerģijas sistēmas stabilizators σταθεροποιητής ΣΗΕ
elektroenerģijas sistēmas stabilizators σταθεροποιητής συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας
elektrošoka josta ζωστήρας για ηλεκτροσόκ
elektrošoka josta ζωστήρας αναισθητοποίησης
elektrošoka josta ζωστήρας αναισθητοποίησης με ηλεκτροσόκ
enerģijas ražošanas objekts εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής