Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Estonian
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y Z Ä Ö
Ü
Õ Š Ž
>>
Terms for subject
Forestry
(1869 entries)
aastane juurdekasv
τρέχουσα ετήσια αύξηση
aastane raie
ετήσια συγκομιδή
aastaringne töö
απασχόληση σε ετήσια βάση
aastarőnga laius
πλάτος ετήσιου δακτυλίου
aastarőngas
ετήσιος δακτύλιος
aastarőngas
αυξητικός δακτύλιος
abimetsaülem
βοηθός δασολόγου
abiootiline kahjustus
αβιοτική βλάβη
aed
περίφραξη
aed
φράκτης
aeglaselt pöörlev veski
σπαστήρας με κυλίνδρους
aeglaselt pöörlev veski
κυλινδρολειοτριβέας
aerofoto tőlgendamine
φωτοερμηνεία
aerokaart
χάρτης της περιοχής
aerosoolvärv
βαφές ψεκασμού
ahjukuiv
ξηραμένο σε πυριατήριο
ahven
πέρκα
ainelised kahjud
υλικές ζημιές
aja uurimus
χρονική μελέτη
aja uurimus
χρονομέτρηση της εργασίας
Get short URL