Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ï Ë
>>
Terms for subject
Labor law
(3698 entries)
aanmonsteren
ναυτολογώ ένα πλήρωμα
aanneming voor onbeperkte duur
πρόσληψη απεριόριστης διάρκειας
aannemingsfunctie
αρχικός βαθμός
aannemingsfunctie
εισαγωγικός βαθμός
aanpasbaarheid
ικανότητα προσαρμογής
aanpasbaarheid
προσαρμοστικότητα
aanpassing aan het hoofd
εφαρμογή στο κεφάλι
aanpassing aan lichaamsbouw van gebruiker
προσαρμογή στη σωματική κατασκευή του χρήστη
aanpassing van de arbeidstijd
ανακατανομή του όγκου εργασίας
aanpassingsmogelijkheid aan de drager
προσαρμοστικότητα στον κάθε χρήστη
aanpassingsvermogen
προσαρμοστικότητα
aanpassingsvermogen
ικανότητα προσαρμογής
aanpassingvermogen van de arbeidsmarkt
προσαρμοστική ικανότητα της αγοράς εργασίας
aansluiting aan het gelaat
στεγανότητα στο πρόσωπο
aansluiting aan het gezicht
στεγανότητα στο πρόσωπο
aanstelling voor onbepaalde tijd
πρόσληψη απεριόριστης διάρκειας
aantal werklozen
αριθμός ανέργων
aantal werktijdequivalenten
ισοδύναμο ωράριο
aanvaarding van een vaste baan
απασχόληση που απολαμβάνει μονιμότητας
aanvraag tot toetreding
αίτηση εγγραφής
Get short URL