DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W   >>
Terms for subject Business (442 entries)
anpartsselskab εταιρία περιορισμένης ευθύνης
anskaffelseskurs ισχύουσα τιμή κατά την ημέρα απόκτησης
arbejdende bestyrelsesformand πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου
arbejdende bestyrelsesformand διευθύνων σύμβουλος
ascending clock-auktion δημοπρασία αυξανόμενου ρολογιού
ascending clock-auktion δημοπρασία αυξανόμενου τιμήματος
associeret selskab συγγενής επειχείρηση
associeret virksomhed συγγενής επειχείρηση
attachéer vedrørende selskabsret Ομάδα Ακολούθων "Δίκαιο των εταιρειών"
auktionarius ο διενεργών δημοπρασία
autoriseret person πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια
autoriseret til at revidere regnskaber πρόσωπο αναγνωρισμένο για το λογιστικό έλεγχο
balance for det foregående regnskabsår ισολογισμός κλεισίματος της προηγούμενης χρήσεως
balancesum σύνολο του ισολογισμού
beholdning af obligationer og andre værdipapirer med fast afkast udstedt af det offentlige ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως του δημοσίου
behørigt begrundet δεόντως αιτιολογημένος; επαρκώς δικαιολογημένος
behørigt godkendt årsregnskab νομοτύπως εγκεκριμένοι ετήσιοι λογαριασμοί
behørigt godkendt konsolideret regnskab ενοποιημένοι λογαριασμοί νόμιμα εγκεκριμένοι ; νομότυπα εγκεκριμένοι ενοποιημένοι λογαριασμοί
benævnelse ορολογία
besidde kapitalandele κατέχω μετοχές ή μερίδια