Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø Å É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
>>
Terms for subject
Construction
(5305 entries)
"backoff"
"μπάκοφ"
"dry-pack"
βυσμάτωσις διά τσιμέντου και άμμου
"dry-packmetode"
μέθοδος βυσματώσεως διά τσιμέντου και άμμου
"udbudskontrol"
παροχή υπηρεσιών συμβούλου κατά τη διαδικασία δημοπράτησης
3-valset tandemtromle
οδοστρωτήρας με τρεις κυλίνδρους
A-ramme
ικρίωμα σχήματος Α
åben bitumenbeton
ανοικτό υδρογονανθρακωμένο σκυρόδεμα
åben grøft
συλλεκτήριοι τάφροι
åben koordinationsmetode
ανοιχτή μέθοδος συντονισμού
åben sænkekasse
ανοικτός στεγανοθάλαμος
åben sluse
ανοικτή υδροληψία
åben sluse
μη ρυθμιζομένη υδροληψία
åben udgravning
εκσκαφή εν ανοικτώ χώρω
åbent område
μερικώς κλειστός χώρος
åbent overløb
φράγμα εκτροπής μετά διόδων
abessinier spids
αβησσυνιακόν φρέαρ
abessinier sugespids
αβησσυνιακόν φρέαρ
accept
κατακύρωσις
adgangsluge
πόρτα επιθεώρησης
adgangstunnel
στοά επίσκεψης
Get short URL