Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Å
>>
Terms for subject
Technology
(7331 entries)
2 x 1 trikotstrikket stof med åben maske
μονόπλακο στημονοπλεκτό ανοιχτής θηλιάς με υφάδι
2 x 1 trikotstrikket stof med lukket maske
μονόπλακο στημονοπλεκτό κλειστής θηλιάς με υφάδι
åben gennemstrømningsmåler
μετρητής ύδατος διά μυλίσκου
åben kædemaske
αλυσιδίτσα με ανοιχτούς πόντους
åben kædemaske
ανοιχτή αλυσιδίτσα
åben kædemaske
γαϊτανάκια
åben maske
ανοικτή θηλειά
åben præcisionskrydsspoling
σταυρωτή αραιή περιέλιξη ακριβείας
åben-sløjfe-stabilisering
λειτουργία ανοικτού βρόχου
åbent affedtningsapparat
ανοιχτή συσκευή βρασμού για πλύσιμο προετοιμασίας
åbent blegningsapparat
ανοιχτό δοχείο λεύκανσης
åbent blegningsapparat
καρούτα
åbent nålestangs-strækværk
τελευταίο γκίλ μπόξ
åbner/rivewolfe
ανοικτικό μηχάνημα
åbner/rivewolfe til forgarnsaffald
ανοικτικό μαλακής φύρας
åbner/rivewolfe til forgarnsaffald
ανοικτικό προνήματος
absolut spektral følsomhed
απόλυτη φασματική απόκριση
absolut tryk
απόλυτη πίεση
absorbans
απορροφητικότητα
absorbansenhed pr.minut
μονάδα απορρόφησης ανά λεπτό
Get short URL