Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Æ
Ø
Å
É È Ê Ó Ò Â Ô Ü Á À
>>
Terms for subject
Energy industry
(2006 entries)
aftale om et internationalt energiprogram
Συμφωνία "επί διεθνούς προγράμματος ενεργείας"
aftalt kapacitet
συμβατική δυναμικότητα
aftalt kapacitet
συμβολαιοποιημένη δυναμικότητα
afvigelse i beholdningsopgørelsen
διαφορά απογραφής
afviklingsklausul
ρήτρα λήξης ισχύος
AGRI-projektet
διασυνδετήριος αγωγός Αζερμπαϊτζάν-Γεωργίας-Ρουμανίας
akkumulator
ηλεκτρικός συσσωρευτής
akkumulator
μπαταρία
akkumulatoroplader
μονάδα φόρτισης συσσωρευτή
akkumulatoroplader
συσκευή φόρτισης συσσωρευτή
akkumulatoroplader
φορτιστής
akkumulatoroplader
φορτιστής μπαταρίας
akkumulatoroplader
φορτιστής συσσωρευτή
akkumulering af kemisk reaktionsvarme
συσσώρευση θερμότητας χημικής αντίδρασης
akkumuleringskapacitet
αποθηκευμένη ενέργεια στη μονάδα μάζας
akkumuleringskapacitet
ικανότητα αποθήκευσης
akkumuleringstank
δεξαμενή
Aktioner til udveksling og overførsel af energiteknologi til og fra tredjelande
Δράσεις ανταλλαγής και μεταφοράς τεχνολογίας με τις τρίτες χώρες στον τομέα της ενέργειας
aktiv indsats til forbedring af energieffektiviteten
ενέργειες για την αύξηση της ενεργειακής αποδόσεως
aktivt solenergihus
ενεργητική ηλιακή κατοικíα
Get short URL