Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
V
W
X
Z
Ú
>>
Terms for subject
Finances
(17933 entries)
a preço limitado
μην κατεβάζεις
a prestação e fiscalização das contas
η απόδοση και ο έλεγχος των λογαριασμών
a presunção de origem
το τεκμήριο καταγωγής
a primeira redução efetuar-se-á
η πρώτη μείωση πραγματοποιείται
a progressiva coordenação das políticas em matéria cambial
ο προοδευτικός συντονισμός της πολιτικής των Kρατών μελών σε θέματα συναλλάγματος
a progressiva introdução da pauta aduaneira comum
η προοδευτική εισαγωγή του κοινού δασμολογίου
a progressiva liberalização da circulação dos capitais
η προοδευτική ελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων
a proibição de quaisquer encargos de efeito equivalente
η απαγόρευση όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος
a proteção representada pela pauta aduaneira comum
η προστασία που επιτυγχάνεται με το κοινό δασμολόγιο
a receita aduaneira total
η συνολική είσπραξη εκ δασμών
a redução do conjunto dos direitos referidos no artigo 14º
η μείωση του συνόλου των δασμών που αναφέρονται στό άρθρο 14
a redução dos direitos de certas posições da pauta aduaneira
η μείωση των δασμών ορισμένων κλάσεων του δασμολογίου
a redução dos entraves às trocas comerciais
η μείωση των εμποδίων στις συναλλαγές
a redução temporária de 10%
η προσωρινή μείωση κατά 10%
a regulamentação relativa ao crédito
η ρύθμιση σχετικά με το πιστωτικό σύστημα
a remessa é apresentada em cada estância aduaneira de passagem
η εμπορευματική αποστολή προσκομίζεται σε κάθε τελωνείο διέλευσης
a satisfação dos compromissos
ο διακανονισμός των υποχρεώσεων
a selagem efetua-se por capacidade
πραγματοποιείται σφράγιση του χώρου
a título do orçamento
βάσει του προϋπολογισμού
a título do orçamento
υπέρ του προϋπολογισμού
Get short URL