Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
Z
>>
Terms for subject
Labor law
(2823 entries)
Ação para o Emprego na Europa - Um pacto de confiança
Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη-Ένα σύμφωνο εμπιστοσύνης
Ação piloto "Terceiro setor e emprego"
Δοκιμαστική ενέργεια "Τρίτο σύστημα και απασχόληση"
ação sobre os maléolos
δράση πάνω στους αστραγάλους
aceder a um cargo superior
καταλαμβάνω μία ανώτερη θέση
aceder a um cargo superior
προβιβάζομαι
acesso à formação profissional
πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση
acesso a um emprego
πρόσβαση σε εργασία
acesso a um emprego permanente
απασχόληση που απολαμβάνει μονιμότητας
acesso ao emprego
πρόσβαση στην απασχόληση
acesso às atividades não assalariadas
πρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες
acessório fluorescente de sinalização
εξάρτημα με φθορίζουσα επισήμανση
acessório retrorrefletor
εξάρτημα με αντανάκλαση
acidente com paralisação
ατύχημα που συνεπάγεται διακοπή της εργασίας
acidente grave
σοβαρό ατύχημα
acidente individual
ατομικό ατύχημα
acidente ligeiro
ελαφρό ατύχημα
acidente sem consequências
ατύχημα χωρίς σοβαρές συνέπειες
acidente técnico
τεχνικό ατύχημα
Ações a favor dos desempregados de longa duração
Δράση παροχής βοήθειας στους μακροχρόνια ανέργους
acompanhar a redução dos efetivos
συνοδευτικό μέτρο των μειώσεων του προσωπικού
Get short URL