DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I JL M N O P QS T U V W X Y Z Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À   >>
Terms for subject Forestry (1899 entries)
acordo de parceria voluntário Εθελοντική Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης (VPA) όσον αφορά την Επιβολή της Δασικής Νομοθεσίας, τη Διακυβέρνηση και το Εμπόριο (FLEGT)
aderęncia ao solo πρόσφυση στο έδαφος
administraçăo florestal δασική διοίκηση και διαχείριση
afiadores de manutençăo de lâminas τροχιστικές συσκευές συντήρησης λεπίδων
afinador de corda ρυθμιστής συρματοσχοίνου
afunilado κωνικομορφία
afunilado κωνικός
afunilado κωνικότητα
afunilado κωνικόμορφος
agárico dos cirurgiões αγαρικόν,ήσκα
agente χρηματομεσίτης
agente μεσάζων
agente de madeira αντιπρόσωπος ξυλείας
aglomerado ξυλόφυλλο
aglomerado καπλαμάς
aglomerado cortado ξυλόφυλλο παραγόμενο με παλινδομική κίνηση μαχαιριού
aglomerado de corte rotativo ξυλόφυλλο με εκτύλιξη
aglomerado de madeira μοριοσανίδα
aglomerado de madeira μοριοπλάκα
agricultor florestal δασοκτήμονας