DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J L M N O P Q R S T U V X Z   >>
Terms for subject Law (13003 entries)
a Comissão dispõe de poder de decisão próprio η Eπιτροπή έχει ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων
a Comissão pode proceder a todas as verificações necessárias η Eπιτροπή δύναται να προβαίνει σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους
a Comissão recomendará ao Conselho a concessão de assistência mútua η Επιτροπή συνιστά στο Συμβούλιο την παροχή αμοιβαίας συνδρομής
a Comissão, mediante processo de urgência, estabelecerá as medidas de proteção  η Eπιτροπή ορίζει με επείγουσα διαδικασία τα μέτρα διασφαλίσεως
a competência dos órgãos jurisdicionais nacionais η αρμοδιότης των εθνικών δικαστηρίων
a Comunidade deve reparar o dano η Kοινότης υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας
a Comunidade estabelecerá todas as formas úteis de cooperação com o Conselho da Europa η Kοινότης καθιερώνει την κατάλληλη συνεργασία με το Συμβούλιο της Eυρώπης
a Comunidade goza da mais ampla capacidade jurídica η Kοινότης έχει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα
a Comunidade pode estar em juízo η Kοινότης δύναται να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου
a Comunidade tem personalidade jurídica η Kοινότης έχει νομική προσωπικότητα
a concessão de licenças de exploração de patentes η παραχώρηση των αδειών εκμεταλλεύσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
a constituição de agências,sucursais ou filiais η ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών
a decisão constitui título executivo η απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό
a decisão em nada prejudica a decisão do Tribunal sobre o fundo da causa η απόφαση ουδόλως προδικάζει την απόφαση του δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως
a decisão implícita de recusa que se deduz deste silêncio η σιωπηρά αρνητική απόφαση που θεωρείται ότι προκύπτει από τη σιωπή αυτή
a decisão tem caráter meramente provisório η απόφαση έχει προσωρινό χαρακτήρα
a execução das decisões judiciais η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων
a fase oral foi iniciada antes dessa data η προφορική διαδικασία είχε αρχίσει πριν από την ημερομηνία αυτή
a fiscalização das contas é efetuada pelo Tribunal de Contas το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει τον έλεγχο των λογαριασμών
a fórmula executória ο εκτελεστήριος τύπος