DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
a Comunidade atravessa um período de crise manifesta η Kοινότης ευρίσκεται ενώπιον περιόδου έκδηλης κρίσεως
a definição do território aduaneiro da Comunidade ο ορισμός του τελωνειακού εδάφους της Kοινότητας
a difusão dos conhecimentos técnicos η διάδοση των τεχνικών γνώσεων
a dimensão empresarial do crescimento europeu η επιχείρηση στο επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη
a economia geral dos Estados-Membros η γενική οικονομία των Kρατών μελών
a emissão dos empréstimos nos mercados η έκδοση των δανείων επί των αγορών
a expansão da capacidade de produção η επέκταση της παραγωγικής ικανότητος
a expansão das suas produções fundamentais η επέκταση της βασικής παραγωγής τους
a fim de assegurar o funcionamento harmonioso do processo de integração για την αρμονική λειτουργία της διαδικασίας ολοκληρώσεως
a iminência de uma crise επίκειται κρίση
a lealdade na concorrência η ευθύτης στον ανταγωνισμό
a liberdade de estabelecimento compreende o acesso às atividades não assalariadas η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη μη μισθωτών δραστηριοτήτων
a não Europa η μη ολοκλήρωση της Eυρώπης
a organização comum deve excluir toda e qualquer discriminação entre consumidores η κοινή οργάνωση πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ καταναλωτών
a parte europeia da Comunidade το ευρωπαïκό τμήμα της Kοινότητας
a participação da população ativa agrícola no produto interno bruto η συμμετοχή του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν
a preços constantes σταθερές τιμές
a preços correntes τρέχουσες τιμές
a primeira das aproximações de preços referidas no artigo 52º η πρώτη προσέγγιση τιμών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 52
a produção é insuficiente para o abastecimento η παραγωγή δεν επαρκεί για τον εφοδιασμό