Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ç Á É Í Ó Ú Â Ê Ô Ã Õ À
>>
Terms for subject
Economy
(12014 entries)
a definição do território aduaneiro da Comunidade
ο ορισμός του τελωνειακού εδάφους της Kοινότητας
a difusão dos conhecimentos técnicos
η διάδοση των τεχνικών γνώσεων
a dimensão empresarial do crescimento europeu
η επιχείρηση στο επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη
a economia geral dos Estados-Membros
η γενική οικονομία των Kρατών μελών
a emissão dos empréstimos nos mercados
η έκδοση των δανείων επί των αγορών
a expansão da capacidade de produção
η επέκταση της παραγωγικής ικανότητος
a expansão das suas produções fundamentais
η επέκταση της βασικής παραγωγής τους
a fim de assegurar o funcionamento harmonioso do processo de integração
για την αρμονική λειτουργία της διαδικασίας ολοκληρώσεως
a iminência de uma crise
επίκειται κρίση
a lealdade na concorrência
η ευθύτης στον ανταγωνισμό
a liberdade de estabelecimento compreende o acesso às atividades não assalariadas
η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη μη μισθωτών δραστηριοτήτων
a não Europa
η μη ολοκλήρωση της Eυρώπης
a organização comum deve excluir toda e qualquer discriminação entre consumidores
η κοινή οργάνωση πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ καταναλωτών
a parte europeia da Comunidade
το ευρωπαïκό τμήμα της Kοινότητας
a participação da população ativa agrícola no produto interno bruto
η συμμετοχή του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν
a preços constantes
σταθερές τιμές
a preços correntes
τρέχουσες τιμές
a primeira das aproximações de preços referidas no artigo 52º
η πρώτη προσέγγιση τιμών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 52
a produção é insuficiente para o abastecimento
η παραγωγή δεν επαρκεί για τον εφοδιασμό
a reconversão da empresa para outras produções
το πέρασμα μιας επιχειρήσεως προς άλλες παραγωγικές δραστηριότητες
Get short URL