Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
>>
Terms for subject
Coal
(2604 entries)
"stripping" of coal gas
αφαίρεση του βενζολίου του φωταερίου
a distinction is made between advancing and retreating working
διακρίνομεν τα μέτωπα εκμεταλλεύσεως εις προχωρούν και οπισθοχωρούν
a dosing pump mounted on the booster
αντλία ρυθμιζόμενης παροχής μονταρισμένη πάνω στον υπερσυμπιεστή
ενισχυτής εκτόξευσης
a quantity of dust-laden air is mixed with the carrying air
ποσότητα αέρα επιφορτισμένη με κόνι αναμιγνύεται με τον αέρα φορέα
ability to caking
δυνατότητα συσσωμάτωσης
ability to detonation
ευαισθησία σε έκρηξη
ability to transmit detonation
δυνατότητα μετάδοσης έκρηξης
abrade
αποξέω
abrasion
αποξύριση
abrasion
απόξεση
abrasion
διάβρωση
abrasion drill
περιστροφικόν γεωτρύπανον
abrasion resistance
τιμή αποξέσεως τυμπάνου
abrasion-resistance test under pressure
δοκιμή αντιστάσεως αποξέσεως
acid clay
όξινη άργιλος
acid treatment
κατεργασία με οξύ
acid treatment
οξίνιση
acidization
οξίνιση
acidization
κατεργασία με οξύ
acidizing
οξίνιση
Get short URL