DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   >>
Terms for subject Labor law (3935 entries)
"rubber stamp" union σωματείο-σφραγίδα
"Third system and employment" pilot scheme Δοκιμαστική ενέργεια "Τρίτο σύστημα και απασχόληση"
a driller drills five to ten patterns per shift ενας γεωτρυπανιστής ορύσει πέντε με δέκα διατάξεις διατρημάτων ανά θέση
a thorough knowledge of one language σε βάθος γνώση μιας γλώσσας
a vacancy shall arise on the bench upon this notification διά της γνωστοποιήσεως αυτής η θέση καθίσταται κενή
abattoir worker εργάτης σφαγειοτεχνικών καταστάσεων
able seaman ναυτικός ειδικευμένος
abnormal working hours εργασία ακανόνιστου ωραρίου
abrasion-proof eyepiece προσοφθάλμιο σύστημα ανθεκτικό στη φθορά λόγω τριβής
abrasive agent λειαντικό αφαίρεσης της σκουριάς
abrasive object λειαντικό αφαίρεσης της σκουριάς
absenteeism απουσία λόγω ασθενείας
absenteeism απουσία μισθωτού
absolute freedom of negotiation απόλυτη ελευθερία διαπραγμάτευσης
absorption of incident heat by means of solid sublimation απορρόφηση της προσπίπτουσας θερμότητας με εξάχνωση κάποιου στερεού
accept offers of employment actually made αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας
access to a first job experience πρόσβαση στην εμπειρία εργασίας
access to a job πρόσβαση σε εργασία
access to employment πρόσβαση στην απασχόληση
access to vocational training πρόσβαση σε επαγγελματική κατάρτιση