DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   >>
Terms for subject Labor law (3699 entries)
accident potential επικινδυνότητα
accident prevention πρόληψη κατά των ατυχημάτων
accident prevention regulation κανονισμός πρόληψης ατυχημάτων
accident probability ροπή προς ατυχήματα
accident probability τάση προς ατυχήματα
accident protection προστασία κατά των ατυχημάτων
accident report γνωστοποίηση ατυχήματος
accomodated employee υπάλληλος εγκατεστημένος σε υπηρεσιακό οίκημα
accompaniment to the redundancies συνοδευτικό μέτρο των μειώσεων του προσωπικού
accompaniment to the social plan συνοδευτικό μέτρο των κοινωνικών σχεδίων
accompanying circumstances of an accident συνθήκες ατυχήματος
accounting machine operator χειριστής λογιστικών μηχανών
accumulation of CO2 in inhaled air εμπλουτισμός του εισπνεομένου αέρα σε διοξείδιο του άνθρακος
acquiring the right to benefit η κτήση του δικαιώματος προς λήψη παροχής
acquisition of professional knowledge κτήση επαγγελματικών γνώσεων
acquisition of technical knowledge κτήση τεχνικών γνώσεων
ACTEUR Group ομάδα ACTEUR
action committee επιτροπή δράσης
action committee επιτροπή αγώνα
Action for employment in Europe-A confidence pact Δράση για την απασχόληση στην Ευρώπη-Ένα σύμφωνο εμπιστοσύνης