מילוניםהפורוםפרטי הקשר

   אנגלית
Google | Forvo | +
antistatic ['æntɪ'stætɪk] נ
αντιστατικό
antistatics נ
כלל. αντιστατικά μέσα; αντιστατικές ενώσεις
.הנדסת, .מכשיר αντιπαρασιτικό σύστημα