asphalt | |
gen. | άσφαλτος; άσφαλτος οδοστρωσίας |
ambient. | ¶σφαλτος που δεν περιέχει πίσσα |
AND | |
micr. | λογικό ΚΑΙ |
perchlorate | |
quím. | υπερχλωρικό; υπερχλωρική ένωση; υπερχλωρικό άλας |
solid | |
transp. | στερεός |
| |||
άσφαλτος; άσφαλτος οδοστρωσίας | |||
βιτουμένιο; πετρελαϊκή άσφαλτος | |||
| |||
¶σφαλτος που δεν περιέχει πίσσα |
asphalt and: 2 a las frases, 1 temas |
Ambiente | 2 |