DictionnaireLe forumContacts

   Suédois
Google | Forvo | +
phrases
ackordslön abbr.
génér. αμοιβή κατ'αποκοπή
comm., droit. αμοιβή με το κομμάτι; μισθός κατά μονάδα εργασίας
droit. υπεργολαβία
science s. εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν
écon. αμοιβή επί τη αποδόσει
ackordslon: 1 phrases, 1 sujets
Droit du travail1